έποψ

έποψ
(-οπός) ο удод (птица)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "έποψ" в других словарях:

  • ἔποψ — hoopoe masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… …   Dictionary of Greek

  • οὕποψ — ἔποψ , ἔποψ hoopoe masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόπων — ἔποψ hoopoe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποπα — ἔποψ hoopoe masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποπας — ἔποψ hoopoe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποπες — ἔποψ hoopoe masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποπι — ἔποψ hoopoe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποπος — ἔποψ hoopoe masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποψιν — ἔποψ hoopoe masc dat pl (epic) ἔποψις view over fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποφ' — ἔποπα , ἔποψ hoopoe masc acc sg ἔποπι , ἔποψ hoopoe masc dat sg ἔποπε , ἔποψ hoopoe masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»